- υπομαντεύομαι
- ΜΑ [μαντεύω](αποθ.) μσν. υπαινίσσομαι κάτι με προφητικό τρόποαρχ.συμπεραίνω κάπως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπομαντεύεσθαι — ὑπομαντεύομαι divine partly pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομαντεύεται — ὑπομαντεύομαι divine partly pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)